- τεκτονώ
- -έω, ΜΑ [τέκτων, -ονος]τεκτονεύω*, κατασκευάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκτόνημα — τὸ, Μ [τεκτονῶ] (κυριολ. και μτφ.) έργο τέκτονα, κατασκευή, κατασκεύασμα, δημιούργημα … Dictionary of Greek
τεκτόνησις — ήσεως, ἡ, Μ [τεκτονῶ] επεξεργασία («τεκτόνησις σιδήρου», Ευστ.) … Dictionary of Greek